- ελαφόκερας
- το1. το κέρατο τού ελαφιού2. γένος σαρκοφάγων επιμήκων εντόμων τής οικογένειας τών σκαραβαιιδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ελαφοκέρατο — το το ελαφόκερας … Dictionary of Greek